- μύροις
- μύρονsweet oilneut dat plμύ̱ροις , μύρωflowpres opt act 2nd sgμύ̱ροις , μῦροςmasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CROCINUM Unguentum — memoratum Plinio, l. 33. c. 1. Crocinum in Solis Ciliciae diu laudatum, mox Rhodi: etiam Romanis inter luxuriae fuit delitias, nec proin medelis aptum modo, ut quidam volunt, sed etiam naribus gratum. Propert. l. 3. Eleg. 9. v. 21. Sit mensae… … Hofmann J. Lexicon universale
εναλείφω — ἐναλείφω (Α) 1. αλείφω, επαλείφω, επιχρίω με κάτι («τοὺς πόδας τῶν τρυφώντων ἐναλείφειν μύροις», Αθήν.) 2. χρωματίζω μέσα σε ιχνογραφημένο σχέδιο («ἐναλείφουσι τοῑς χρώμασι τὸ ζῷον», Αριστοτ.) 3. (το ουδ. μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) τὸ ἐναλειφθέν η… … Dictionary of Greek
τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… … Dictionary of Greek